Ο L. garvieae είναι ο αιτιολογικός παράγοντας της λακτοκοκκώσεως σε διαφορετικά είδη άγριων και εκτρεφόμενων ψαριών, με ιδιαίτερη παρουσία και οικονομική επίπτωση στη βιομηχανία της εκτρεφόμενης πέστροφας. Ωστόσο, ο L. garvieae είναι κάτι περισσότερο από παθογόνος των ιχθύων και έχει απομονωθεί από βοοειδή με υποκλινική μαστίτιδα και χοίρους με πνευμονία (Collins et al., 1983; Tejedor et al., 2011; Teixeira et al., 1996). Ο L. garvieae θεωρείται βακτήριο που πιθανόν να εμπλέκεται σε ζωοανθρωπονόσο (Wang et a., 2007; Tsai et al., 2012; Gibello et al., 2016). Η μόλυνση των ανθρώπων από τον L. garvieae δεν είναι ένα πρόσφατο γεγονός, απλά έχει χαρακτηριστεί μόνο τις τελευταίες δεκαετίες ως δυνητικός ανθρώπινος παθογόνος παράγοντας λόγω του αυξανόμενου αριθμού θανατηφόρων ανθρώπινων λοιμώξεων που έχουν αναφερθεί. Παρ 'όλα αυτά, είναι πολύ πιθανό η πραγματική συχνότητα λοιμώξεων από L. garvieae στους ανθρώπους να έχει υποεκτιμηθεί επειδή γενικότερα δεν καταγράφονται κλινικά στελέχη που απομονώνονται στη συνηθισμένη ροή εργασίας των μικροβιολογικών διαγνωστικών εργαστηρίων. Τα κλινικά συμπτώματα σε ανθρώπινες λοιμώξεις από L. garvieae περιλαμβάνουν βακτηριαιμία, περιτονίτιδα, απόστημα του ήπατος, οστεομυελίτιδα, σπονδυλοδισκίτιδα και λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος, αν και η ενδοκαρδίτιδα είναι ο συχνότερος τύπος λοίμωξης που αναφέρεται (Gibello et al., 2016). Ο L. garvieae έχει χαμηλή μολυσματικότητα στον άνθρωπο και επηρεάζει κυρίως ηλικιωμένα και ανοσοκατεσταλμένα άτομα με διαφορετικές προδιαθεσικές καταστάσεις όπως καρδιαγγειακές και μεταβολικές παθήσεις, παρουσία προσθετικών βαλβίδων ή προηγούμενες χειρουργικές επεμβάσεις ή εκείνες με ανατομικές ή φυσιολογικές αλλοιώσεις της γαστρεντερικής τους οδού. Παρ 'όλα αυτά, λοιμώξεις έχουν αναφερθεί και σε νέους και υγιείς ανθρώπους (Li et al., 2008; Watanabe et al., 2011). Γενετικές μελέτες δείχνουν ότι τα απομονωθέντα στελέχη L. garvieae από ανθρώπους δεν σχετίζονται γενετικά και παρουσιάζουν μεγάλη ετερογένεια, αν και ορισμένοι γενότυποι είναι ευρέως διαδεδομένοι και παρουσιάζουν ευρεία γεωγραφική εξάπλωση στον ανθρώπινο πληθυσμό. Η θεραπεία των λοιμώξεων από L. garvieae γίνεται συνήθως εμπειρικά μετά τη διάγνωση και κυρίως αποτελείται από υψηλές δόσεις β-λακταμών, όπως αμπικιλλίνη, αμοξικιλλίνη ή κεφτριαξόνη, χορηγούμενες μόνες τους ή μαζί με άλλα αντιβιοτικά, όπως νετιλμικίνη, τομπραμυκίνη, γενταμικίνη, βανκομυκίνη ή τεϊκοπλανίνη (Fleming et al., 2012; Fog-Moller and Andersen, 2012). Άλλοι συνδυασμοί όπως κεφτριαξόνη/λεβοφλοξασίνη ή βανκομυκίνη/γενταμυκίνη μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν (Aubin et al., 2011; Ruso et al. 2012).
Η πηγή και η οδός μόλυνσης των ανθρώπων από τον L. garvieae δεν έχει αποσαφηνιστεί, αλλά ο χειρισμός ή η κατάποση μολυσμένων ωμών ψαριών και θαλασσινών θεωρούνται οι πιο πιθανές πηγές μόλυνσης (Aubin et al., 2011; Chan et al., 2011; Tsur et al., 2015; González-Bravo et al., 2021). Η κατανόηση της επιδημιολογίας του L. garvieae, απαιτεί την μελέτη των γενομικών χαρακτηριστικών ενός ικανοποιητικού αριθμού στελεχών που έχουν απομονωθεί από κλινικά περιστατικά ανθρώπων.
Οι βιβλιογραφικές αναφορές είναι διαθέσιμες κατόπιν αιτήματος.