Εκτός από τον ρόλο του ως παθογόνος παράγοντας των ψαριών και του ανθρώπου, ο L. garvieae έχει απομονωθεί από διάφορα τρόφιμα, όπως γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα, λαχανικά, κρέας και προϊόντα κρέατος ή δημητριακά (Gibello et al., 2016). Συγκεκριμένα, ο L. garvieae θεωρείται συστατικό του φυσικού μικροβιώματος στα γαλακτοκομικά προϊόντα από νωπό γάλα διαφορετικών μηρυκαστικών (Foschino et al., 2008; Jokovic et al., 2008) και ορισμένα στελέχη φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο στην ωρίμανση, ενώ εμπλέκονται και στα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά ορισμένων παραδοσιακών τυριών (Alegría et al., 2009). Επιπλέον, ορισμένα στελέχη L. garvieae εμφανίζουν ανασταλτικές ιδιότητες έναντι κάποιων παθογόνων βακτηρίων και μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως υποψήφια προβιοτικά (Delpech et al., 2015; Zhang et al., 2015; Callon et al., 2016). Όλα αυτά έχουν προσελκύσει τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον της βιομηχανίας τροφίμων. Τα περισσότερα από τα στελέχη του L. garvieae από τα τρόφιμα δεν είναι παθογόνα και δεν αποτελούν κίνδυνο για την υγεία, αλλά η κατάποση μολυσμένων ωμών ψαριών και θαλασσινών θεωρείται πιθανή οδός ανθρώπινης μόλυνσης (Aubin et al., 2011; Chan et al., 2011 Tsur et al., 2015; González-Bravo et al., 2021). Στην πραγματικότητα, περίπου οι μισές από τις αναφερόμενες περιπτώσεις ανθρώπινων λοιμώξεων είχαν τεκμηριωμένη έκθεση σε ωμά ψάρια. Ο ρόλος των ψαριών και των θαλασσινών στη μετάδοση του L. garvieae στον άνθρωπο συνάγεται κυρίως από τα δεδομένα από την κλινική ιστορία των ασθενών, καθώς τα περισσότερα απομονωμένα L. garvieae από ανθρώπινες λοιμώξεις δεν μελετώνται περαιτέρω από γενετική και επιδημιολογική άποψη. Στην πραγματικότητα, περίπου οι μισές από τις αναφερόμενες περιπτώσεις ανθρώπινων λοιμώξεων είχαν τεκμηριωμένη έκθεση σε ωμά ψάρια. Ο ρόλος των ψαριών και των θαλασσινών στη μετάδοση του L. garvieae στον άνθρωπο συνάγεται από τα δεδομένα του ιστορικού των ασθενών, καθώς τα περισσότερα απομονωμένα L. garvieae από ανθρώπινες λοιμώξεις δεν μελετώνται περαιτέρω από γενετική και επιδημιολογική άποψη. Μια σαφής γενετική σχέση μεταξύ ανθρώπινης μόλυνσης από τον L. garvieae και κατανάλωσης μολυσμένης τροφής επιβεβαιώθηκε μία φορά, αποδεικνύοντας ότι τα βακτήρια που απομονώθηκαν τόσο από τον ασθενή όσο και από τον μυ του καλαμαριού που κατανάλωσε ο ασθενής, είχαν όμοιους παλσότυπους (Wang et al., 2007; Tesay et al., 2012). Η ανάλυση των απομονωθέντων L. garvieae από ανθρώπους και από τρόφιμα μέσω της MLST, αποκάλυψε ότι αρκετοί γονότυποι που ανιχνεύθηκαν σε κλινικά απομονωμένα στελέχη από ανθρώπινες λοιμώξεις, ανιχνεύθηκαν επίσης σε ψάρια, σε κρέατα και σε γαλακτοκομικά προϊόντα (Reguera-Brito et al., 2016). Απομονώσεις μερικών από αυτούς τους γονότυπους ελήφθησαν από ασθενείς και τρόφιμα διαφορετικών χωρών. Αυτά τα δεδομένα ενισχύουν την πιθανότητα άλλα τρόφιμα, εκτός από τα ψάρια και τα θαλασσινά, να εμπλέκονται στη μετάδοση του L. garvieae στον άνθρωπο. Παρ 'όλα αυτά, τα επιδημιολογικά στοιχεία που υποστηρίζουν τη μετάδοση του L. garvieae από τα τρόφιμα στον άνθρωπο εξακολουθούν να είναι περιορισμένα και ο χαρακτηρισμός του L. garvieae ως τροφιμογενούς παθογόνου πρέπει να αξιολογείται με προσοχή.
Οι βιβλιογραφικές αναφορές είναι διαθέσιμες κατόπιν αιτήματος.