Logo SUPERTROUT
 

Ο Lactococcus garvieae είναι ένα θετικό κατά Gram, προαιρετικά αναερόβιο, μη κινητό, μη σπορογόνο βακτήριο που έχει κοκκοειδή μορφή. Είναι ένα σημαντικό παθογόνο των ψαριών και συνιστά τον αιτιολογικό παράγοντα της λακτοκόκκωσης, μια αιμορραγική σηψαιμία που εμφανίζεται πολύ συχνά στην πέστροφα με σημαντική οικονομική επίπτωση στη βιομηχανία της. Το βακτήριο έχει επίσης απομονωθεί από ένα ευρύ φάσμα ειδών άγριων ψαριών, τόσο του γλυκού όσο και του θαλασσινού νερού. Ο L. garvieae εμφανίζει μια παγκόσμια εξάπλωση και η λακτοκόκκωση αποτελεί σήμερα μια από τις σημαντικότερες ασθένειες των ψαριών τόσο σε  διάφορες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία και η Ελλάδα όσο και σε άλλες ηπείρους, συμπεριλαμβανομένης της Ασίας, της Αυστραλίας και της Αμερικής.

Χαρακτηριστικά συμπτώματα της λακτοκόκκωσης αποτελούν η ανορεξία, ο σκούρος χρωματισμός του δέρματος, ο λήθαργος, η απώλεια προσανατολισμού και η ακανόνιστη κολύμβηση ενώ τα τυπικά εξωτερικά σημάδια των προσβεβλημένων ψαριών είναι η εξοφθαλμία (μονόπλευρη ή αμφίπλευρη), η παρουσία αιμορραγιών στην περιοφθάλμια και ενδοφθάλμια περιοχή και στη γνάθο, στη βάση των πτερυγίων και στην περιεδρική περιοχή, καθώς και διόγκωση της περιτοναϊκής κοιλότητας και πρόπτωση της έδρας. Η μετάδοση της νόσου πραγματοποιείται οριζόντια, κυρίως μέσω της κίνησης μολυσμένων ψαριών ή ασυμπτωματικών φορέων καθώς και από το μολυσμένο νερό, τους τραυματισμούς ψαριών και από την κοπρανοστοματική οδό. Η εξέλιξη της νόσου εξαρτάται από περιβαλλοντικές συνθήκες, όπως η θερμοκρασία και η μικροβιολογική ποιότητα του νερού και τα επιδημιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι τα κρούσματα λακτοκόκκωσης εμφανίζονται συνήθως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού όταν η θερμοκρασία του νερού φτάνει στους 18 °C, περίπου.

Διάφορα αντιβιοτικά έχουν χρησιμοποιηθεί ως μέθοδος για τον έλεγχο των λοιμώξεων που προκαλούνται από τον L. garvieae, αν και ενώ ορισμένες από αυτές τις αντιμικροβιακές ουσίες έχουν δείξει in vitro δραστικότητα έναντι του παθογόνου, συχνά καθίστανται αναποτελεσματικές σε συνθήκες πεδίου. Αυτό συμβαίνει  πιθανώς λόγω της ταχείας ανορεξίας που εμφανίζεται στα ζώα και της εμφάνισης ανθεκτικών μικροβιακών στελεχών. Για τον λόγο αυτό ο εμβολιασμός των ευπαθών πληθυσμών των ψαριών αποτελεί τη βέλτιστη πρακτική για την πρόληψη και τον έλεγχο της λακτοκόκκωσης. Ωστόσο, τα εμπορικά διαθέσιμα αδρανοποιημένα εμβόλια δεν είναι πλήρως αποτελεσματικά και δεν προστατεύουν τα ψάρια για παρατεταμένες περιόδους με συνέπεια την εκδήλωση της ασθένειας και σε εμβολιασμένα ψάρια. Επιπλέον, η εφαρμογή υγειονομικών μέτρων όπως ο έλεγχος της υγειονομικής κατάστασης του νερού και των ιζημάτων και η τακτική απολύμανση όλων των μονάδων παραγωγής είναι σημαντικές διαδικασίες για την αποτροπή της εμφάνισης του L. garvieae σε ιχθυοκαλλιέργειες.

Παρά τη μεγάλη σημασία του L. garvieae ως παθογόνο αίτιο της λακτοκόκκωσης των ψαριών, ο μικροοργανισμός έχει επίσης απομονωθεί από κλινικά δείγματα σε αγελάδες και βουβάλια με υποκλινική μαστίτιδα και χοίρους με πνευμονία καθώς και από αρκετές κλινικές περιπτώσεις σε ανθρώπους, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο L. garvieae πρέπει να θεωρείται αναδυόμενο ευκαιριακό και δυνητικά ζωονοσογόνο παθογόνο.

Contatti

Istituto Zooprofilattico Sperimentale del Piemonte, Liguria e Valle d'Aosta, Via Bologna 148, 10154 Torino 

C.F. / P.IVA:05160100011

Codice univoco IPA UF6CXU

PEC: izsto@legalmail.it

Amministrazione trasparente

I dati personali pubblicati sono riutilizzabili solo alle condizioni previste dalla direttiva comunitaria 2003/98/CE e dal d.lgs. 36/2006

Amministrazione trasparente (fino al 15.12.2022)

Piano Transizione Digitale 22-24

Il Piano di Transizione Digitale 2022-2024 deliberato con Delibera del D.G. n. 0000116/B204/2023 del 28/08/2023

Seguici su

facebook