Η λακτοκόκκωση είναι μια ασθένεια που προκαλεί υψηλά ποσοστά θνησιμότητας σε μια μεγάλη ποικιλία ειδών ψαριών και επιφέρει σημαντικές οικονομικές απώλειες στις εκτροφές τους. Ο Lactococcus garvieae θεωρείται ότι είναι ο αιτιολογικός παράγοντας της νόσου. Η πρώτη απομόνωση του βακτηρίου στην Ελλάδα αναφέρθηκε το 2003 κατά τη διάρκεια μιας επιζωοτίας με θνησιμότητα που κυμαινόταν από 20 έως 40%, σε διάφορες εκτροφές πέστροφας.
Ο Lactococcus petauri sp. nov. περιγράφηκε για πρώτη φορά ως ένα νέο είδος του γένους Lactococcus από τους Goodman et al. (2017). Ένα βακτηριακό στέλεχος, Lactococcus petauri sp. nov. 159469, απομονωμένο από το Petaurus breviceps περιγράφηκε ως εκπρόσωπος του νέου είδους. Η φυλογενετική ανάλυση του στελέχους αποκάλυψε ότι αυτό το νέο ξεχωριστό είδος μοιράζεται το μεγαλύτερο μέρος του γονιδιώματος του με το είδος L. garvieae. Στη μελέτη μας παρουσιάζουμε τα αποτελέσματα της ανάλυσης ολόκληρου του γονιδιώματος του στέλεχους Lactococcus, LG_SAV_20, που απομονώθηκε το 2007 από ιριδίζουσα πέστροφα που έπασχε από λακτοκόκκωση. Το στέλεχος αυτό ανήκει στο πρόσφατα περιγραφόμενο νέο είδος L. petauri sp. nov. Η ανάλυση της ανίχνευσης γονιδίων που σχετίζονται με την αντιμικροβιακή αντοχή έδειξε ότι το LG_SAV_20 κατέχει το γονίδιο του μεταφορέα πολλαπλών φαρμάκων mdt (A) ενώ με βάση τη συγκριτική ανάλυση του γονιδιώματός του ανιχνεύθηκαν αρκετά γονίδια που μπορεί να σχετίζονται με την βακτηριακή παθογένεση. Ο χαρακτηρισμός των γονιδιωματικών χαρακτηριστικών αυτού του στελέχους συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση του μολυσματικού δυναμικού του και της αντοχής του στις αντιμικροβιακές ουσίες, ενώ η συγκριτική ανάλυση του γονιδιώματος αποκαλύπτει τη φυλογενετική του σχέση με άλλα σχετικά στελέχη του γένους Lactococcus. Με βάση τα δεδομένα που παρουσιάζονται στη μελέτη μας, η διαθεσιμότητα της ακολουθίας του γονιδιώματος του στελέχους L. petauri LG_SAV_20 θα μας επιτρέψει να αποκρυπτογραφήσουμε το ρόλο αυτού του νέου είδους ως αιτιολογικού παράγοντα της λακτοκόκκωσης.